Υδροκήλη είναι η συσσώρευση μεγάλης ποσότητας υγρού στο όσχεο (στο σάκο δηλαδή μέσα στον οποίο βρίσκονται οι όρχεις).
Το υγρό συνήθως είναι ορώδες και σπανιότερα αίμα ή λέμφος και συλλέγεται σε μια κοιλότητα που σχηματίζουν τα δύο πέταλα του χιτώνα που περιβάλει τον όρχι και λέγεται ιδίως ελυτροειδής. Η συλλογή του υγρού είναι προοδευτική και ανώδυνη.
Διακρίνεται στην ιδιοπαθή υδροκήλη, όταν δεν ανευρίσκεται κανένα συγκεκριμένο αίτιο που είναι και η συχνότερη μορφή και τη δευτεροπαθή, η οποία είναι αντιδραστική εκδήλωση σε οποιαδήποτε πάθηση των όρχεων και της επιδιδυμίδας (π.χ. κακώσεις, φλεγμονές, μετά από ακτινοβολία στην περιοχή, μετά από χειρουργείο κιρσοκήλης, καρκίνος των όρχεων, κ.ά.).
Η υδροκήλη γίνεται αντιληπτή ως ανώδυνη και βαθμιαία διόγκωση του οσχέου. Αν είναι μεγάλη, το δέρμα του οσχέου είναι τεντωμένο έχοντας χάσει τη ρυτίδωσή του. Ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται βάρος ή πόνο κατά το περπάτημα ή την όρθια στάση, ή να δυσκολεύεται να καθίσει.
Το υπερηχογράφημα του οσχέου επιβεβαιώνει την κλινική διάγνωση και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον σύστοιχο όρχι, που σε ορισμένες περιπτώσεις μεγάλου μεγέθους υδροκήλης είναι αδύνατον να ψηλαφηθεί.
Η μόνη ριζική θεραπεία είναι η χειρουργική αντιμετώπιση κατά την οποία διανοίγεται η κοιλότητα μεταξύ των δύο πετάλων του ιδίως ελυτροειδή χιτώνα και αφαιρείται το υγρό. Στη συνέχεια γίνεται αναστροφή του ελυτροειδούς χιτώνα, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα υποτροπής. Η επέμβαση γίνεται με ραχιαία ή γενική αναισθησία.
Σε περιπτώσεις ηλικιωμένων ασθενών που για λόγους σοβαρής συννοσηρότητας δεν επιτρέπεται να χειρουργηθούν, μπορεί να γίνει παρακέντηση της υδροκήλης και αναρρόφηση του υγρού, με υψηλά ποσοστά υποτροπής.